φωλιάζω

φωλιάζω
Ν [φωλιά]
1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά
2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ' αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.)
3. περνώ τη χειμέρια νάρκη
4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι για να αποφύγει την τιμωρία»)
β) (για συναίσθημα ή αρρώστια) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «φώλιασε στην ψυχή του το μίσος» β. «φωλιάζει μέσα του το χτικιό»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωλιάζω — φωλιάζω, φώλιασα, φωλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωλιάζω — φώλιασα, φωλιασμένος 1. αμτβ., μένω ή βρίσκομαι σε φωλιά: Πώς να φωλιάσω, σε ξένο δάσο ν αποσυρθώ; (Γ. Βηλαράς). 2. (για πουλιά), χτίζω φωλιά και μένω σ΄ αυτή: Τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα (Κ. Παλαμάς). 3. (για ζώα), βρίσκομαι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώλιασμα — το, Ν [φωλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωλιάζω …   Dictionary of Greek

  • εμφωλεύω — (AM ἐμφωλεύω) μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος αρχ. 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

  • νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • φωλεύω — ΝΑ [φωλεός / φωλεά] 1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω 2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη αρχ. 1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.) 2. μτφ. (για συναίσθημα ή για… …   Dictionary of Greek

  • μονιάζω — μονιάζω, μόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονιάζω — μόνιασα, μονιασμένος, φωλιάζω, παραμονεύω: Οι αρκούδες μονιάζουν στα βουνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”