φωλιάζω — φωλιάζω, φώλιασα, φωλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωλιάζω — φώλιασα, φωλιασμένος 1. αμτβ., μένω ή βρίσκομαι σε φωλιά: Πώς να φωλιάσω, σε ξένο δάσο ν αποσυρθώ; (Γ. Βηλαράς). 2. (για πουλιά), χτίζω φωλιά και μένω σ΄ αυτή: Τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα (Κ. Παλαμάς). 3. (για ζώα), βρίσκομαι σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώλιασμα — το, Ν [φωλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωλιάζω … Dictionary of Greek
εμφωλεύω — (AM ἐμφωλεύω) μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος αρχ. 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
φωλεύω — ΝΑ [φωλεός / φωλεά] 1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω 2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη αρχ. 1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.) 2. μτφ. (για συναίσθημα ή για… … Dictionary of Greek
μονιάζω — μονιάζω, μόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονιάζω — μόνιασα, μονιασμένος, φωλιάζω, παραμονεύω: Οι αρκούδες μονιάζουν στα βουνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)